σχεδικός

σχεδικός
-ή, -όν, Α [σχέδη]
1. αυτός που λέγεται, γράφεται ή γίνεται με πρόχειρο τρόπο ή και την τελευταία στιγμή («νόμῳ... σχεδικῷ», Ευστ.Ιλ.)
2. ο σχετικός με τη γραμματική ανάλυση τών λέξεων και τών τύπων.
επίρρ...
σχεδικῶς Α
σχεδιακῶς*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σχεδικά — σχεδικός riddling neut nom/voc/acc pl σχεδικά̱ , σχεδικός riddling fem nom/voc/acc dual σχεδικά̱ , σχεδικός riddling fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδικῶν — σχεδικός riddling fem gen pl σχεδικός riddling masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδικοί — σχεδικός riddling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδικούς — σχεδικός riddling masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδικῆς — σχεδικός riddling fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδική — σχεδικός riddling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδικῷ — σχεδικός riddling masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”